Συνέντευξη στον Κώστα Παππά
Η Κύπρος έχει προσφέρει σημαντικά πράγματα στα ελληνικά γράμματα, στη μουσική, στις τέχνες και στην ελληνική σκέψη ως ολότητα. Στην εποχή μας συνεχίζει να αναδεικνύει ανθρώπους ανήσυχους που καταγράφουν ήδη την δική τους διαδρομή, απόλυτα ανιχνεύσιμη και γι αυτό άξια αναφοράς. Μια τέτοια προσωπικότητα είναι ο Παναγιώτης Θωμά συγγραφέας, στιχουργός και εκπαιδευτικός από την Μεγαλόνησο. Η συγγραφική του παρουσία ξεκινά περίπου την τελευταία δεκαετία με μεταφράσεις παραμυθιών και στη συνέχεια με δικά του παραμύθια. Συνεχίστηκε με μια υπέροχη μελέτη για το έργο των Νίκου- Γαβριήλ Πεντζίκη και Wendell Berry. Άγγιξε τον τόπο της ποίησης μέσα από μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά και μέσα από πολυάριθμα άρθρα του σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά κατέγραψε όμορφες διαδρομές στον χώρο των γραμμάτων και της διανόησης. Πρόσφατα ο Παναγιώτης Θωμά δοκίμασε και πάλι με επιτυχία τις δημιουργικές του δυνάμεις στην στιχουργική, η οποία αυτή τη φορά έρχεται να πλαισιώσει μέρος της τελευταίας του συγγραφικής δράσης.
Η ιδιότητα του θεολόγου έρχεται να προσδώσει στο έργο του μια οπτική που συνδυάζει τον κόσμο της λογοτεχνίας με αυτόν του αληθινού Λόγου, με έναν τρόπο, που η αλήθεια είναι οτι λείπει στις μέρες μας και γίνεται περισσότερο επιτακτική η εμφάνισή του μέσα από τις αστοχίες, τις ματαιώσεις και τα αιτήματα μιας ταραχώδους εποχής. Της δικής μας.
Πρόσφατα ο Παναγιώτης Θωμά παρουσίασε στην Αθήνα σε μια καλαίσθητη εκδήλωση στο Σπίτι της Κύπρου το τελευταίο του βιβλίο που αποτελεί ένα δοκίμιο στο έργο του Φράντς Κάφκα “Μεταμόρφωση” και φέρει τον τίτλο “Μια ανέφικτη Ανάσταση”. Μέσα από αυτό το έργο ο Παναγιώτης Θωμά έρχεται να μας υπενθυμίσει τους λόγους για τους οποίους η προσωπική μας Ανάσταση ματαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο τελικά αποδομούμε τις πιθανότητες να την επιτύχουμε, μοιάζοντας με τον Καφκικό πρωταγωνιστή που μεταμορφώνεται παρά τη θέλησή του σε κάτι αναπάντεχα απεχθές ή γιατί οι ίδιοι μεταμορφωνόμαστε σε οικείους εχθρούς για τον Άλλο. Το δοκίμιο αυτό έρχεται να μας υπενθυμίσει οτι οι ματαιώσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός οτι οι σημαντικοί Άλλοι στη ζωή μας ενδέχεται να μην μας δώσουν ποτέ αυτή την απαραίτητη χείρα βοηθείας τη στιγμή που χρειαζόμαστε την προσωπική μας Ανάσταση και μας δείχνει αυτό που τελικά χάνεται μέρα με τη μέρα, την πραγματική σχέση, η οποία περνά απο την αποδοχή/υποδοχή της διαφορετικότητας, για να συναντήσει το ανθρώπινο πρόσωπο σε όλες τις συνθήκες της φαινομενικής αισθητικής ασχήμιας και του περιθωρίου.
Μόνο και μόνο για το λόγο αυτό , αν και υπάρχουν και άλλοι, το δοκίμιο αυτό είναι μια προσφορά σημαντική, καθώς ως βαθιά υπαρξιακό φέρει και βαθιά πολιτικά και θρησκευτικά μηνύματα και έρχεται να μας υπενθυμίσει μέσα και από την οπτική του Πεντζίκη και της Δημουλά, πώς και γιατί μια ύπαρξη που δεν αναφέρεται στον άλλο, μεταμορφώνει στο μέτρο που της αναλογεί και την κοινωνία σε κάτι που τελικά δεν έχει καμία ανάγκη αναφοράς στον συνάνθρωπο, άρα σε μια κοινωνία που δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος γιατί του μοιάζει, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Παναγιώτης Θωμά μίλησε στο nofakenews για όλα τα παραπάνω με μια φρέσκια διάθεση και ένα λόγο που μπορεί να μιλήσει στις καρδιές όποιου ακόμα διατηρεί την ιδιότητά του ως “άνω θρώσκων”.
Παναγιώτη θέλουμε να μιλήσουμε μαζί σου σήμερα για το καινούργιο σου πόνημα Μια ανέφικτη Ανάσταση. Σχόλιo στη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Θέλουμε να μας πεις κάποια πράγματα αρχικά για την σύλληψη αυτού του εγχειρήματος.
Μου αρέσει η λέξη πόνημα, εξάλλου ο πόνος είναι κόπος για τους αρχαίους. Πόνος και χαρά μαζί· αυτά δε διαχωρίζονται. Τα τελευταία 10 με 12 χρόνια, από τότε που άρχισα δηλαδή να εκδίδω τα βιβλία μου (στην αρχή μεταφράσεις παραμυθιών, έπειτα δικά μου παραμύθια, το 2017 τη μελέτη μου για τον για τον Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Wendell Berry, και το 2020 το βιβλίο μου με μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά), μαθαίνω κι εγώ τι μπορεί να σημαίνει συγγραφική συνείδηση. Και ο διάλογος με το κοινό διευρύνει αυτή τη συνείδηση. Ο κόπος για οποιοδήποτε δημιούργημά έχει μια αυτοτέλεια ―το ολοκληρώνεις, ανεξάρτητα από την έκταση, και λες «ανακουφίστηκα, το έχω φθάσει εκεί μπορεί να φθάσει», κι αισθάνεσαι μια ολοκλήρωση. Αλλά η σχέση με το κοινό ―που είναι και το σημαντικό, κανείς δεν γράφει για τον εαυτό του―, γίνεται τώρα και σε εμένα περισσότερο γνωστή. Η αρχική σύλληψη οφείλεται στη γοητεία που μου άσκησε το έργο του Κάφκα. Διάβασα αρχικά τη Μεταμόρφωση που είναι το έργο που καταπιάνομαι στο βιβλίο αυτό και μετά πήγα στη Δίκη, αλλά και τα διηγήματα του, τα οποία ιδιαιτέρως αγαπώ κι ακολούθως στον Πύργο. Βέβαια, είχα διαβάσει πρώτα, το 2015, τη βιογραφία του σ’ ένα ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό το ταξίδι κλείνει λοιπόν τώρα ένα όμορφο κύκλο. Στο ενδιάμεσο, το 2018, είχε εκδοθεί το δοκίμιο που αποτέλεσε τη βάση αυτού του μικρού βιβλίου σε μία επετηρίδα στην Κύπρο με την επιμέλεια του εξαίρετου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Σταύρου Φωτίου, ο οποίος και το αγάπησε. Είχα συμπεριλάβει τότε στον τίτλο και τα ονόματα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και της Κικής Δημουλά που είναι και οι βασικοί συνδαιτυμόνες μιας συνάντησης με τη σκέψη του Κάφκα. Το ανυπεράσπιστο και αποβλητέο της οικογένειας και της κοινωνίας λοιπόν, το ασθενές ή το άσχημο, αυτοί οι τρεις καλλιτέχνες το υπερασπίζονται και το προβάλλουν με μια συμπαθητική ταύτιση και θα ήθελα να αναδείξω αυτή την εναρμόνισή τους. Τα πράγματα έγιναν περισσότερο συνειδητά από εκεί και πέρα. Ήθελα να δώσω στο κοινό ένα μικρότερο βιβλίο, ξεκίνησα να σκέφτομαι με συνείδηση αναγνώστη, γιατί είμαι κι εγώ αναγνώστης. Για να γίνεις συγγραφέας πρέπει να είσαι πρώτα αναγνώστης. Θυμάμαι την κουβέντα μου με τον καθηγητή μου στη Θεσσαλονίκη Χρυσόστομο Σταμούλη το 2020-21 που συμφώνησε με την ιδέα του μικρού βιβλίου «να είναι ένα βιβλίο που το κρατάς με το ένα χέρι και με το άλλο κρατάς τη χειρολαβή στο λεωφορείο», μου είχε πει και μου άρεσε εκείνη η εικόνα. Επί της ουσίας τώρα, η πρόθεση ήταν να συμπυκνώνει το δικό μου σχόλιο στη Μεταμόρφωση ―και ελπίζω να το πετυχαίνει αυτό―, έννοιες και στάσεις, σε ένα διάλογο με τη θεολογία, που πάντα με ενδιέφεραν: ομορφιά και ασχήμια, ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα του κόσμου, η στάση μας απέναντι στον πόνο. Θέτει το δοκίμιο αυτό στο επίκεντρο και την έννοια της αισθητικής, αλλά όχι απλά υπό την έννοια του τί είναι όμορφο και άσχημο αλλά τί είναι στα αλήθεια στο βάθος η ομορφιά. Και τα τραγούδια, που έγραψα, τα στιχουργήματα, είναι μια προέκταση του βιβλίου.
Και το τραγούδι «Πατέρα» είναι και πολύ εμβληματικό σε σχέση με τη Μεταμόρφωση του Κάφκα.
Τα τραγούδια γράφτηκαν σαν προέκταση της Μεταμόρφωσης, της Δίκης, αρκετών μικρών διηγημάτων του Κάφκα και στιγμών από τη βιογραφία του. Μετά από μια δύσκολη προσωπική και οικογενειακή στιγμή. Είχαμε βιώσει την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου μας προσώπου. Δεν ξέρω αν ο Θεός τα καθοδηγεί αυτά ή την κατάλληλη στιγμή πέφτει στα χέρια μας κάτι και σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Βρήκα παρηγοριά μέσα από τον Κάφκα, μέσα από όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα που εκφράζει: γιατί αισθάνομαι αυτή την αγωνία; Γιατί να δικάζομαι χωρίς να έχω φταίξει; Γιατί ο άνθρωπος οδηγείται στην απώλεια χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί; Αυτά τα τραγούδια μαζί με το βιβλίο εγώ τα βλέπω σαν ένα σύνολο. Κι ενώ το θέμα ξεκίνησε αρκετά ακαδημαϊκά κατέληξε να είναι πολύ υπαρξιακό.
Να μου επιτρέψεις να σου πω επειδή ήμουν και ακροατής σε αυτή την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου σου εδώ στην Αθήνα πριν από λίγες εβδομάδες, ότι μιλάμε για πραγματικά πολύ όμορφα τραγούδια και οι συνθέτες, Χρυσόστομος Σταμούλης και Γιώργος Καλογήρου, κάνατε μια εξαιρετική δουλειά. Και νομίζω ότι θα είναι και δουλειά που θα «περπατήσει» και παρακάτω. Το στιχουργικό κομμάτι είναι ένας ακόμα άσσος στο μανίκι σου.
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Θέλω να πω, πως ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος είναι και ο ποιητικός στιχουργός που θαυμάζω πολύ μαζί με τον Γκάτσο, λέει ότι κάποια στιγμή πρέπει να στήσουμε και ένα άγαλμα για τον καλό ακροατή. Ο ακροατής είναι μεγάλη υπόθεση, γιατί χωρίς αυτόν, αν μιλάμε για το καλό τραγούδι, δεν γίνεται τίποτα.
Να πάμε λίγο στον πρωταγωνιστή της «Μεταμόρφωσης» του Κάφκα, τον Γκρέγκορ Σάμσα. Θα ήθελα να προσεγγίσουμε και θεολογικά το ζήτημα της Μεταμορφώσεως σαν μια μεγάλη γιορτή και το γεγονός της Ανάστασης σαν ένα κορυφαίο γεγονός. Τελικά η κάθε Μεταμόρφωση μπορεί να εξελιχθεί σε μια Ανάσταση;
Είναι πολύ ωραία η ερώτηση. Ξέρεις στην αρχή του δοκιμίου μου ομολογώ, ότι είναι μια διάσταση που θα μπορούσα να θίξω ―αν και το θίγω έμμεσα, γιατί αναφέρω στον τίτλο «μια ανέφικτη Ανάσταση»―, γιατί αυτός ο ήρωας είναι όντως μεταμορφωμένος αλλά σε κάτι πιο άσχημο, σε κάτι χειρότερο δηλαδή και όχι φωτεινότερο. Δεν ασχολήθηκα όμως με την θεολογική έννοια της Μεταμόρφωσης αναλυτικά για λόγους οικονομίας. Ο τρόπος που εγώ γράφω έχει και κι ένα δικό του αυτοματισμό, με την έννοια ότι λειτουργώ συνειρμικά. Είναι μια αλυσίδα σκέψεων που λες κάποιες φορές «αυτό δεν το έθιξα», αλλά τελικά αποφασίζεις, «ας το αφήσω καλύτερα, δεν μπορώ να τα πω και όλα». Το αναφέρω στα εισαγωγικά μου σχόλια, πως η προσέγγισή μου καθόλου εξαντλητική δεν είναι. Πρέπει να καταλάβουν και οι αναγνώστες, ότι η συγγραφή είναι μια διαδικασία που δεν την ελέγχεις πλήρως. Δεν είναι εντελώς συνειδητό αυτό που συμβαίνει από την στιγμή που συλλαμβάνεις μια ιδέα μέχρι να υλοποιηθεί. Το επιβεβαιώνουν αυτό πλέον και οι νευροεπιστήμες. Επέλεξα λοιπόν να μην αναλύσω αυτό το θέμα, άλλα ―ευκαιρίας δοθείσης― θα πω, πως μπορούσε να είναι μια μεταμόρφωση που ταυτίζεται με την κατά φύσιν αποκαταστημένη εικόνα του Θεού σε εμάς. Δηλαδή αν κανείς ως πρόσωπο μπορεί να μεταμορφώνει τη φύση του (τον τρόπο που βλέπει πρόσωπα και πράγματα, μέσα από μια ασκητική διαδικασία κάθαρσης) αυτή είναι ήδη μια μετοχή στην Ανάσταση ή αν θες μια πρόγευση της Ανάστασης. Καθώς μεταμορφώνεται ο άνθρωπος ήδη προγεύεται αυτό το μέγα μυστήριο που μας έρχεται από το τέλος της ιστορίας και η βάση του είναι η Ανάσταση του Χριστού, ο αφθαρτισμός και η ανακαίνιση της φύσης που αποκαλύπτει ο Θεάνθρωπος. Θα πρέπει βεβαίως να πούμε, επειδή έρχονται και οι μέρες των παθών του Χριστού, ότι βιβλικά και λειτουργικά η Μεταμόρφωση είναι και αυτή μια προτύπωση της Ανάστασης. Άρα μέσα από το φως της Μεταμόρφωσης βλέπει κανείς το φως της Ανάστασης.
Μέσα στο δοκίμιό σου γίνεται μια αναφορά στην έννοια της θυσίας. Στο πως αντιμετωπίζουν τον πρωταγωνιστή οι δικοί του άνθρωποι. Καταλαβαίνει λοιπόν κάποιος ότι αυτή η Ανάσταση είναι ανέφικτη, γιατί κανείς δεν βοηθάει τον πρωταγωνιστή του Κάφκα. Εδώ ίσως μπαίνει στη συζήτηση και το πρόσωπο των άλλων. Ο Χριστός δεν αναστήθηκε για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους.
Η Ανάσταση η δική μας ή του οποιουδήποτε άλλου έχει ανάγκη ένα χέρι να μας σηκώσει, να μας αγκαλιάσει, να μας στηρίξει. Θυμάμαι τώρα και το ποίημα του Χριστιανόπουλου το «Ενός λεπτού σιγή», αλλά και την Κική Δημουλά που κάπου γράφει (κι εδώ παραφράζω), «καμία φορά άμα ακούτε ανθρώπους που κάθε πρότασή τους ξεκινά με το εγώ, δεν είναι εγωκεντρισμός, αλλά απόγνωση». Είναι σα να σου λέει πάσχω, κοίταξέ με, είμαι κι εγώ εδώ, έχω ανάγκες, χρειάζομαι το χέρι σου, την αγκαλιά σου. Τη λέξη θυσία την έβαλε η καλή μου συνάδελφος, εξαιρετική φιλόλογος Εύα Πολυβίου στο προλογικό του βιβλίου, και στη δική μου ερμηνεία βεβαίως καταδεικνύεται, ότι θυσιάζεται ο πρωταγωνιστής για τους δικούς του ανθρώπους. Οι δικοί του όμως τον εκμεταλλεύονται για να έχουν μια καλή ζωή. Ο Γκρέγκορ ήταν ένας άνθρωπος εντελώς δοσμένος, στην ουσία ακυρωμένος ως προσωπικότητα. Όλη η ζωή του ήταν μια θυσία και μάλιστα τον είχαν πείσει ―και πόσο επίκαιρο είναι αυτό―, να δουλέψει ακόμα λίγα χρόνια για να πληρώσει κάτι χρέη, τα οποία εν τέλει μάλλον δεν υπήρχαν. Αυτός ο «παραγγελιοδόχος», προσέξτε αυτή τη λέξη με την οποία τον περιγράφει ο Κάφκα, δηλαδή ο άνθρωπος του «yes boss, θα κάνω αυτό που μου ζητάτε, δεν έχω άποψη, είμαι απλά ο παραγγελιοδόχος», αποτελεί ευφυέστατη σύλληψη του Κάφκα. Μας δίνει την εντύπωση από τα συμφραζόμενα ότι πρέπει να είναι γύρω στα 30-35 ετών, το πρώτο παιδί της οικογένειας. Μας τον δείχνει από τη μία δυνατό και μετά μεταμορφωμένο σε κάτι αδύναμο και σιχαμερό. Δεν απλώνει λοιπόν κανείς το χέρι να τον σηκώσει. Αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός άξονας της δικής μου ερμηνείας. Κανείς δεν τον αρπάζει να τον σηκώσει όπως στην εικόνα της Ορθόδοξης Ανάστασης, που ο Χριστός αρπάζει από τον καρπό τον Αδάμ και την Εύα. Ο Γκρέγκορ δεν έχει κανένα να του δώσει το χέρι και συνεπώς μένει πεσμένος. Βεβαίως είναι θυσιασμένος και μετέχει ήδη στο μυστήριο της Ανάστασης. Ως τέλεια εγκαταλελειμμένος ήδη μετέχει του μυστηρίου της Ανάστασης. Το λέω μέσα από τον Πεντζίκη, πως ο άρρωστος άνθρωπος δεν είναι σκουπίδι. Αυτό βεβαίως είναι τελείως αντίθετο στη νοοτροπία του μετανεωτερικού κόσμου. Βλέπει κανείς την ηρεμία με την οποία περιμένει το τέλος ο ήρωας του Κάφκα. Μιλάμε εδώ για μια μεταμόρφωση σε αυτό που δεν έπρεπε να είναι ο άνθρωπος κι όμως, ως δοκιμασία, του αποκαλύπτει μάλλον ένα παρήγορο, θείο φως.
Να μιλήσουμε για τον τρίτο πυλώνα των σημαντικών λογοτεχνών που περνάνε στη σκηνή του βιβλίου σου. Κάφκα-Πεντζίκης- Δημουλά. Επιλέγεις ένα εξαιρετικό της ποίημα για να κλείσεις το βιβλίο σου. Για ποιο λόγο το συγκεκριμένο ποίημα αφού η βαθιά υπαρξιακή ποίηση της Δημουλά μπορεί να δώσει και άλλες τόσες αφορμές;
Όπως το είπες, η ποίηση της Δημουλά είναι βαθιά υπαρξιακή. Επειδή είναι βαθιά υπαρξιακή, όπως και ο Κάφκα βαθιά υπαρξιακός, μας οδηγούν από την ατομική περίπτωση στο καθολικό. Μέσα από την προσωπική ιστορία αναδεικνύονται διαστάσεις υπαρξιακές, βιώματα που μπορεί να ανήκουν στον κάθε άνθρωπο. Αυτά είναι και τα μείζονα ερωτήματα: Ο πόνος, η αρρώστια, ο θάνατος. Τα απόλυτα ερωτήματα. Τα υπόλοιπα δεν είναι λιγότερο σημαντικά, αλλά αν αφαιρέσει κανείς από κάθε υπαρξιακή αναζήτηση το ζήτημα του πόνου (πόνος είναι και η αγάπη, ο έρωτας) και κυρίως του θανάτου, χάνεται η ουσία, χάνεται η συνολικότητα. Εδώ πρέπει να προσθέσω στα πρόσωπα στα οποία αναφέρομαι στο δοκίμιό μου και το Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν πρόσωπο-κλειδί. Συμφωνώ με τον μέγιστο ποιητή μας τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, στον οποίο και αφιερώνω το βιβλίο, ο οποίος όταν τον ρώτησα για τον Χατζιδάκι, που τον είχε γνωρίσει, μου είπε: «ο Χατζιδάκις για μένα είναι ο εξυπνότερος νεοέλληνας». Ό,τι έχει γράψει ο Χατζιδάκις είναι μνημείο νεοελληνικού πολιτισμού. Είναι απίστευτη η οξύνοια του και η ευαισθησία. Αυτή η συνολικότητα και η οικουμενικότητα της σκέψης του είναι μοναδική. Μην ξεχνάμε την φράση του: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει ότι του μοιάζει». Πάμε να συνηθίσουμε την ασχήμια και να μας τρομάζει η ομορφιά. Αυτό που λέμε στη σύγχρονη γλώσσα πάει το κακό να γίνει συστημικό, να μην έχεις αντιστάσεις και αντίλογο σε αυτό. Ο Χαζιδάκις λοιπόν, περιγράφει την ομορφιά όχι σαν ένα μέγεθος με αισθητικά κριτήρια, αλλά σαν κοινωνικό και υπαρξιακό μέγεθος. Αυτή είναι η βάση μου: ο Χατζιδάκις. Ήθελα να συζητήσω την ασχήμια του ζωυφίου, στο οποίο μεταμορφώνεται ο πρωταγωνιστής του Κάφκα και να αποδώσω το τι σημαίνει ασχήμια και τί ομορφιά, ποιό είναι το όμορφο και ποιο το άσχημο τελικά. Μήπως το άσχημο φανερώνεται στη συμπεριφορά και τη στάση αυτών που περιτριγυρίζουν τον μεταμορφωμένο σε ζωύφιο πρωταγωνιστή και όχι στον ίδιο; Μήπως είναι μια στάση ζωής η ασχήμια και όχι απλά μια εικόνα που σου προκαλεί αποστροφή; Ο Πεντζίκης από την άλλη έχει απίστευτο βάθος. Έχει πάει ως λογοτέχνης την ορθοδοξία τόσο μακριά που δεν μπορούμε ακόμα να καταλάβουμε το μεγαλείο του ανοίγματος που έχει κάνει. Ο Πεντζίκης είναι ο κρίκος που μου ενώνει όλους αυτούς. Θα πει πολύ απλά ότι «η ομορφιά δεν είναι ο έρωτας του προικισμένου προσώπου, αλλά η εγκαρτέρηση δίπλα και κοντά αυτό που δεν είσαι», δίπλα στην ετερότητα, δίπλα στη διαφορετικότητα κι αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική θεώρηση και στάση. Ο Πεντζίκης δεν ήταν άνθρωπος που αποστρεφόταν το ωραίο και την ομορφιά. Ήταν μέσα στον ενθουσιασμό και την ερωτικότητα όλες τις στιγμές, αγαπούσε το ωραίο και όμως δίνει αυτό το κριτήριο. Δηλαδή θα σου αποκαλυφθεί το διαφορετικό ως ωραίο και όχι αυτό που εκ πρώτης όψεως είναι ωραίο. Η Δημουλά δίνει την κατακλείδα στο βιβλίο μου. Μιλάει γι’ αυτό που ονομάζουμε ρατσισμό της ηλικίας, τον ηλικιωτισμό, και θεώρησα ότι θα μου διεύρυνε τον ορίζοντα αν τελείωνα με «Το σπάνιο δώρο» της Δημουλά, αυτό το εξαίσιο, σπαρακτικό ποίημα της.
Ζούμε σε μια εποχή που φέρει το δικό της φανατισμό και παραλογισμό, όπως κάθε εποχή. Τι είναι αυτό που σε ανησυχεί περισσότερο;
Ξέρεις, το βλέπουμε όλοι όσοι διατηρούμε ακόμα μια ψυχραιμία ―και εύχομαι να είμαι σε αυτούς που έχουν την ικανότητα να μην υποκύπτουν στον παρορμητισμό, αλλά να βλέπουν τα πράγματα και από μια απόσταση―, πως όλος ο φανατισμός της εποχής μας είναι κάτω απ’ την ίδια ομπρέλα: αν δεις τους ανθρώπους αυτούς πως μιλάνε για τους μετανάστες, τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους και για όλες τις μεγάλες κοινωνικές προκλήσεις του καιρού μας, δείχνουν ξεκάθαρα να έχουν με όλους πρόβλημα· παραδόξως έχουν με όλους το ίδιο πρόβλημα. Και η συναφής βεβαίως άνοδος της ακροδεξιάς είναι το φυσικό απότοκο όλως αυτών. Η Ελλάδα το έκοψε από τη ρίζα, αλλά μην λέμε μεγάλα λόγια ακόμα, δεν ξέρεις τι εκκολάπτεται πίσω από κλειστές πόρτες, όμως αυτή τη στιγμή υπάρχουν ακροδεξιοί και στο Ευρωκοινοβούλιο· πάει ν’ αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη η ακροδεξιά στην Ευρώπη. Υπάρχει δηλαδή εκπροσώπηση του φανατισμού και του λαϊκισμού μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο. Όλοι αυτοί (με λιγότερα ή περισσότερα προσχήματα, με ορισμένες ίσως διαβαθμίσεις) βάζουν όλους τους διαφορετικούς στο ίδιο τσουβάλι κι έχουν στο μυαλό τους ένα χιτλερικό, φασιστικό μοντέλο. Όπως και ο Κάφκα μας λέει, το «ζωύφιο» το πέταξαν στην αποθήκη μαζί με τα άλλα άχρηστα πράγματα. Είναι συγκλονιστικό αυτό. Πέταξαν τον άρρωστο δικό τους άνθρωπο, επειδή τους δυσκόλευε, επειδή τους χαλούσε την εικόνα η διαφορετικότητά του, στο τέλος αυτόν που θυσιάστηκε γι’ αυτούς, τον πέταξαν στην αποθήκη με τα περιττά πράγματα. Αυτό το γεγονός πρέπει να μας τρομάζει. Κάθε φασισμός έχει πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές, οι οποίες αργά η γρήγορα φανερώνονται. Από την άλλη, και το λέω με λύπη, δεν ξέρω αν μπορούμε να συζητήσουμε με τους ανθρώπους που είναι περισσότερο επιρρεπείς στις ακρότητες. Ξέρεις, σαν συγγραφέας μπορείς να πεις «εγώ αυτά που ήθελα να πω τα είπα». Αφουγκράστηκαν κάποιοι τον καημό του βιβλίου, τον καημό του Κάφκα, την κραυγή για την αποδοχή του διαφορετικού και να τελειώσει εκεί η ιστορία. Παρατηρώ όμως με λύπη και σαν εκπαιδευτικός, ότι σχεδόν δεν μπορούμε να συζητήσουμε με αυτούς που είναι περισσότερο ευάλωτοι στο ρατσισμό, στην προκατάληψη, στην τάση όχι απλά να απορρίψουν το διαφορετικό, αλλά να το εξοντώσουν. Το τι ακούει κανείς σε συζητήσεις από ανθρώπους που υποτίθεται είναι μορφωμένοι και έχουν αναδειχθεί κοινωνικά, τάχατες υπό τύπον αστείου για μετανάστες, για ομοφυλόφιλους είναι απίστευτο. Σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι, «αυτός είπε αυτό το πράγμα»; Να τους βάλουμε λέει σε ένα γήπεδο και να τους ρίχνουμε νερό από πάνω ή να τους κάψουμε. Δηλαδή παθαίνεις σοκ από την ασχήμια που υπάρχει πολλές φορές τριγύρω. Ο καημός μου είναι να μπορέσουμε συζητήσουμε και με τους περισσότερο επιρρεπείς που έχουν διαμορφώσει μια άλλη άποψη, ως έρμαια του ανέξοδου λαϊκισμού, στον οποίο συμβάλλει ενίοτε και η Εκκλησία. Για να παραφράσω τον Πεντζίκη, το δίκιο μας δεν πρέπει να στενεύει τα όρια του κόσμου που επιθυμούμε ν’ αγκαλιάσουμε. Αλλιώς δημιουργούμε κάστες αυτάρκειας και ελιτίστικης αυτοδικαίωσης.